ξυλομέτρης

ξυλομέτρης
ξῠλο-μέτρης, ου, ,
A official charged with the measuring of earth excavated, PLond.5.1648.8, 13 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλομέτρης — ξυλομέτρης, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν υπεύθυνος για την καταμέτρηση τής σκαμμένης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. σχοινο μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ξυλομετρώ — ξυλομετρῶ, έω (Α) [ξυλομέτρης] μετρώ με ξύλο την έκταση τής σκαμμένης γης …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”